- πλυτῆς
- πλυτόςwashedfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλύτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλύτης — ου, ὁ, Α πλύντης … Dictionary of Greek
πλύται — πλύτης masc nom/voc pl πλύτᾱͅ , πλύτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυτῶν — πλύτης masc gen pl πλυτός washed fem gen pl πλυτός washed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλύτου — πλύτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωθωνοπλύτης — κωθωνοπλύτης, ὁ (Α) αυτός που έπλενε και καθάριζε κωβιούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώθων + πλύτης (< πλύνω), πρβλ. εριο πλύτης, ποτηρο πλύτης] … Dictionary of Greek
σιδηροπλύτης — ὁ, Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που πλένει τον σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πλύτης, άλλος τ. τού πλύντης (< πλύνω), πρβλ. ἱματιο πλύτης] … Dictionary of Greek
πλύτας — πλύτᾱς , πλύτης masc acc pl πλύτᾱς , πλύτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμμοπλύτης — ἀμμοπλύτης, ο (Μ) αυτός που πλένει την άμμο περισυλλέγοντας ψήγματα χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + μτγν. ουσ. πλύντης, από όπου το πλύτης ή πιθ. απευθείας από το ρ. ἀμμοπλύνω*] … Dictionary of Greek
εριοπλύτης — ἐριοπλύτης, ὁ (Α) αυτός που πλένει ή λευκαίνει έρια, γναφέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + πλύτης (< πλύνω)] … Dictionary of Greek